Ἐπιφανίου

Ἐπιφανίου
Ἐπιφάνιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Dictadura de los coroneles — Saltar a navegación, búsqueda La dictadura de los coroneles, Junta de los Coroneles o simplemente Junta, hace referencia a un periodo de dictadura política que comenzó en Grecia el 21 de Abril de 1967 con el golpe de estado de los Coroneles,… …   Wikipedia Español

  • Régimen de los coroneles — Saltar a navegación, búsqueda La dictadura de los coroneles, Junta de los Coroneles o simplemente Junta, hace referencia a un periodo de dictadura política que comenzó en Grecia el 21 de abril de 1967 con el golpe de estado de los Coroneles,… …   Wikipedia Español

  • Dictadura de los Coroneles — Χούντα των Συνταγματαρχών Khoúnta ton Syntagmatarkhón Dictadura de los Coroneles …   Wikipedia Español

  • πανάριον — πανάριον, τὸ (Α) 1. αρτοφόριο, κάνιστρο για ψωμί, πανέρι 2. ως κύριο όν. Πανάριον τίτλος συγγράμματος τού Επιφανίου κατά τών αιρέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. panarium (< panis «άρτος»)] …   Dictionary of Greek

  • Αδαμίτες ή Αδαμιανοί ή Αδαμιστές — Αιρετικοί που σε διάφορες περιόδους της ιστορίας υποστήριξαν την επιστροφή στην υπέρτατη απλότητα και αθωότητα που χαρακτήριζαν τον Αδάμ, πριν από την πτώση του στην αμαρτία. Η πρώτη από τις αιρέσεις αυτές, σύμφωνα με πληροφορία του αγίου… …   Dictionary of Greek

  • Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερόπολις — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, σε απόσταση 40 χλμ. από τα Ιεροσόλυμα. Η ονομασία Ε. δόθηκε από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, με την ευκαιρία της επίσκεψής του στην πόλη το 200 μ.Χ. Η Ε. ήταν πατρίδα του αγίου Επιφανίου, κατοπινού επισκόπου… …   Dictionary of Greek

  • Ενόδιος, Μάγνος Φήλιξ — (Ennodius, 6ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Κατατάχθηκε σε μοναχικό τάγμα, παρά το γεγονός ότι είχε παντρευτεί. Εξελέγη επίσκοπος της Παβίας το 513 και στάλθηκε δύο φορές από τον πάπα στον αυτοκράτορα Αναστάσιο, για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”